- εξαχνώ
- (ο) μετ. хим. возгонять, сублимировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαχνώνω — και εξαχνώ, όω υποβάλλω σε εξάχνωση, εξαχνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άχνη. Η λ. εξαχνώ μαρτυρείται από το 1887 στον Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek